- ἀριστοτέχνας
- ᾰριστοτέχνας1 of surpassing skill Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστότεχνα πάτερ Zeus fr. 57. 2.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀριστοτέχνας — ἀριστοτέχνᾱς , ἀριστοτέχνης best of artificers masc acc pl ἀριστοτέχνᾱς , ἀριστοτέχνης best of artificers masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)